γαρδούμπα

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

Greek Monolingual

και γαρδούμα, η και γαρδούμι, το (Μ γαρδούμιον, το)
φαγητό που γίνεται από έντερα αρνιού ή κατσικιού παραγεμισμένα με μικρά κομμάτια από εντόσθια, αλάτι, πιπέρι και μυρωδικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. caldumen].