Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γαρδούμπα

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source

Greek Monolingual

και γαρδούμα, η και γαρδούμι, το (Μ γαρδούμιον, το)
φαγητό που γίνεται από έντερα αρνιού ή κατσικιού παραγεμισμένα με μικρά κομμάτια από εντόσθια, αλάτι, πιπέρι και μυρωδικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. caldumen].