γαϊδουρομούλαρο

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207

Greek Monolingual

το
1. μουλάρι γεννημένο από γαΐδούρα και (αρσενικό) άλογο
2. πληθ. τα γαϊδουρομούλαρα
γαϊδούρια και μουλάρια.