γεγένημαι

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

French (Bailly abrégé)

pf. de γίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

γεγένημαι: дор. γεγένᾱμαι pf. к γίγνομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεγένημαι indic. perf. med., zie γίγνομαι.