γελοιογραφία

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source

Greek Monolingual

η
1. η σατιρική αναπαράσταση προσώπων ή σκηνών με κωμικό υπερτονισμό ορισμένων χαρακτηριστικών
2. γελοία απομίμηση ή παραμόρφωση μιας έννοιας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γελοιογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκαρλάτου Βυζάντιου].