γελοιογράφος

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source

Greek Monolingual

ο
ο καλλιτέχνης ή ερασιτέχνης που ασχολείται με τη γελοιογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γελοίος + -γράφος < γράφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στο περιοδικό Ν. Πανδώρα από τον Φωκίονα].