γενήσομαι

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

French (Bailly abrégé)

f. de γίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

γενήσομαι: fut. к γίγνομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γενήσομαι indic. fut. med., zie γίγνομαι.