γευματίζω

From LSJ

τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate

Source

Greek Monolingual

και γιοματίζω (Μ γευματίζω) γεύμα
1. τρώγω, παίρνω (κυρίως το μεσημεριανό) γεύμα
2. δοκιμάζω, γνωρίζω.