γεωθερμικός

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. ο σχετικός με τη γεωθερμία
2. το θηλ. ως ουσ. η γεωθερμική
η γεωθερμία.