γητειά

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

και γητειά και γητιά και γηθειά και γηθιά, η και γήτεμα, το γητεύω
1. μαγική επωδή, ξόρκι
2. τα μάγια, τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται για τα ξόρκια
3. θέλγητρο, γοητεία.