γιάτρεμα

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

το και γιατρεμός, ο
θεραπεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γιάτρεμα < αρχ. ιάτρευμα και η λ. γιατρεμός < γιατρεύω].