ιάτρευμα

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

Greek Monolingual

ἰάτρευμα, τὸ (ΑΜ) ιατρεύω
γιάτρεμα, θεραπεία
αρχ.
(ρητ.) τρόπος που χρησιμοποιούσε ο ρήτορας για αποφυγή της προκατάληψης τών θεατών.