ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
ἰάτρευμα, τὸ (ΑΜ) ιατρεύωγιάτρεμα, θεραπείααρχ.(ρητ.) τρόπος που χρησιμοποιούσε ο ρήτορας για αποφυγή της προκατάληψης τών θεατών.