γιδοκοπή
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
και γιδοκόπι, το
κοπάδι γιδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. γιδοκοπή < γίδα + κοπή «κοπάδι»
γιδοκόπι < γίδα + -κόπι (πρβλ. μεθοκόπι, φωνοκόπι)].