γκρέμισμα

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512

Greek Monolingual

και γκρέμνισμα, το
1. ρίξιμο ή πέσιμο από γκρεμό
2. κατεδάφιση
3. ανατροπή, κατάλυση
4. πληθ. τα γκρεμίσματα
ερείπια, χαλάσματα, συντρίμμια.