γλυκάδι

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

το (Α γλυκάδιον, Μ γλυκάδιν)
1. γλύκισμα
2. (κατ' ευφημισμό) το ξίδι
νεοελλ.
πληθ. τα γλυκάδια
1. αδένες του σφαχτού, κυρίως του λαιμού και του παγκρέατος
2. οι όρχεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκύς, με επίθημα πιθ. υποκοριστικό].