γλυκάδι

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

το (Α γλυκάδιον, Μ γλυκάδιν)
1. γλύκισμα
2. (κατ' ευφημισμό) το ξίδι
νεοελλ.
πληθ. τα γλυκάδια
1. αδένες του σφαχτού, κυρίως του λαιμού και του παγκρέατος
2. οι όρχεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκύς, με επίθημα πιθ. υποκοριστικό].