Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γομφώ

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → Silentiumque sapienti est responsio → Denn Schweigen ist für Weise deutlicher Bescheid

Menander, Monostichoi, 222

Greek Monolingual

γομφῶ (-όω) (AM) γόμφος
στερεώνω με καρφιά
αρχ.
1. κατασκευάζω τον σκελετό του πλοίου
2. (για το γάλα) πήζω.