γραντί

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

το
1. το χοντρό σκοινί το οποίο ράβεται γύρω από τα πανιά τών σκαφών για να μη σκίζονται από τον αέρα
2. φρ. α) «κάτω γραντί» — το χοντρό σκοινί με τα μολύβια με το οποίο αρματώνεται το κάτω μέρος του σάκου της τράτας
β) «πάνω γραντί» — το ψιλό σκοινί με τους φελλούς στο πάνω μέρος του σάκου της τράτας.