γυαλάδικο

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

Greek Monolingual

το γυαλί
1. εργοστάσιο ή εργαστήριο όπου κατασκευάζονται γυάλινα αντικείμενα
2. κατάστημα όπου πωλούνται γυαλικά.