γυαλάδικο
From LSJ
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
Greek Monolingual
το γυαλί
1. εργοστάσιο ή εργαστήριο όπου κατασκευάζονται γυάλινα αντικείμενα
2. κατάστημα όπου πωλούνται γυαλικά.