γυναικόομαι

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικόομαι: παθ., γίνομαι γυνὴ ἢ γυναικώδης, Ἱππ. 1202Α.

German (Pape)

pass., zum Weibe, weibisch werden, Hippocr.