γυραλέος

From LSJ

German (Pape)

[Seite 512] = γυρός, Opp. Cyn. 1, 57. 176.

Greek (Liddell-Scott)

γῡραλέος: -α, -ον, = γυρός, στρογγύλος, κεκαμμένος, Ὀππ. Κ. 1. 57.

Greek Monolingual

γυραλέος, -α, -ον (Α) γύρος
γυρός.