δάμνα

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. impf. poét. de δαμνάω.

Greek Monotonic

δάμνα: αντί δάμνασαι, βʹ ενικ. Μέσ. ενεστ. του δάμνημι· επίσης, γʹ ενικ. του δαμνάω.