Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
Menander, Monostichoi, 185French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. impf. poét. de δαμνάω.
Greek Monotonic
δάμνα: αντί δάμνασαι, βʹ ενικ. Μέσ. ενεστ. του δάμνημι· επίσης, γʹ ενικ. του δαμνάω.