δέξαι

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

French (Bailly abrégé)

impér. ao. de δέχομαι;
ion. p. δεῖξαι, inf. ao. de δείκνυμι.

Greek Monotonic

δέξαι: προστ. αορ. αʹ του δέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

δέξαι:
I imper. aor. к δέχομαι.
II ион. (= δεῖξαι) inf. aor. к δείκνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δέξαι imperat. aor. 2 sing. van δέχομαι.
δέξαι Ion. voor δεῖξαι, inf. aor. act. van δείκνυμι.