δέξαι
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
French (Bailly abrégé)
impér. ao. de δέχομαι;
ion. p. δεῖξαι, inf. ao. de δείκνυμι.
Greek Monotonic
δέξαι: προστ. αορ. αʹ του δέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
δέξαι:
I imper. aor. к δέχομαι.
II ион. (= δεῖξαι) inf. aor. к δείκνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέξαι imperat. aor. 2 sing. van δέχομαι.
δέξαι Ion. voor δεῖξαι, inf. aor. act. van δείκνυμι.