αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαι → fruitful plants show it straightaway
inf. pf. ou inf. ao. sync. poét. de δέχομαι.
see δέχομαι.
δέχθαι: απαρ. Επικ. αορ. βʹ του δέχομαι.
δέχθαι: inf. aor. 2 к δέχομαι.