φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
-η, -ο1. αυτός που έχει δύο πόρτες, διεξόδους2. το ουδ. ως ουσ. το δίπορτοδιπλή διέξοδος, καταφύγιο3. φρ. «το 'χει δίπορτο» — έχει διπλό τρόπο διαφυγής σε δύσκολες περιστάσεις.