ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you
-η, -ο1. αυτός που έχει δύο πόρτες, διεξόδους2. το ουδ. ως ουσ. το δίπορτοδιπλή διέξοδος, καταφύγιο3. φρ. «το 'χει δίπορτο» — έχει διπλό τρόπο διαφυγής σε δύσκολες περιστάσεις.