δαιμονοπάθεια

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

η (Μ δαιμονοπάθεια)
νόσος που προέρχεται από δαιμονική επήρεια
νεοελλ.
φρενοπάθεια κατά την οποία ο ασθενής νομίζει ότι κατέχεται από δαίμονα.