δαιμονοπάθεια
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Greek Monolingual
η (Μ δαιμονοπάθεια)
νόσος που προέρχεται από δαιμονική επήρεια
νεοελλ.
φρενοπάθεια κατά την οποία ο ασθενής νομίζει ότι κατέχεται από δαίμονα.