δαιμονόπληκτος
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
Spanish (DGE)
v. δαιμονιόπληκτος.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δαιμονόπληκτος, -ον)
ο δαιμονιόπληκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. δαίμων (-ονος) + -πληκτος < πλήσσω / πλήττω].