δακρυϊκός
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. όποιος αναφέρεται στα δάκρυα
2. όποιος παράγει δάκρυα, ο δακρυγόνος.