δακρυϊκός

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. όποιος αναφέρεται στα δάκρυα
2. όποιος παράγει δάκρυα, ο δακρυγόνος.