δακρυϊκός

From LSJ

γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. όποιος αναφέρεται στα δάκρυα
2. όποιος παράγει δάκρυα, ο δακρυγόνος.