δακρυϊκός

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. όποιος αναφέρεται στα δάκρυα
2. όποιος παράγει δάκρυα, ο δακρυγόνος.