δακρυγόνος

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

και δακρυογόνος, -ο (Α δακρυογόνος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που εκκρίνει δάκρυα («δακρυγόνοι αδένες»)
2. το ουδ. ως ουσ. το δακρυγόνο ή τα δακρυγόνα
αέριο το οποίο εκτοξεύεται για να προκαλέσει εκροή δακρύων και προσωρινή μείωση ή απώλεια της όρασης
αρχ.
εκείνος που προκαλεί δάκρυα («δακρυογόνος Άρης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + -γονος < γίγνομαι.