δακτυλεύς

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source

German (Pape)

[Seite 520] ὁ, eine Art Meerfisch, Ath. VII, 307 b.

Greek (Liddell-Scott)

δακτυλεύς: έως, ὁ, θαλάσσιος ἰχθύς, εἶδος κεστρέως, Ἀθήν. 307Β.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
ict. múgil, mújol τὰ δὲ τῶν δακτυλέων (εἴδη) τὸ πλάτος ἔχει ἔλασσον τῶν δυεῖν δακτύλων Euthydemus en Ath.307b.

Greek Monolingual

δακτυλεύς, ο (Α)
θαλασσινό ψάρι, είδος κεστρέως σφυρίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος. Η ονομασία του ψαριού οφείλεται στο ιδιαίτερα λεπτό του σχήμα].