δαμνογόνη
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
δαμνοδάμεια, δαμνώ, subjugatress, she that subdues, epiths. of the Moon, Hymn.Mag.5.43.
Greek Monolingual
δαμνογόνη, η (Α)
η δαμνοδάμεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. του ρ. δάμνημι + -γονη < γίγνομαι.