δαρδάνιος

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

δαρδάνιος και δαρδάνειος, -α, -ον (Α)
1. ο τρωικός («δαρδάνεια μέλαθρα» — τα ανάκτορα της Τροίας)
2. το θηλ. ως ουσ. Δαρδανία (ενν. γη)
η Τροία.