δαρδάνιος
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
δαρδάνιος και δαρδάνειος, -α, -ον (Α)
1. ο τρωικός («δαρδάνεια μέλαθρα» — τα ανάκτορα της Τροίας)
2. το θηλ. ως ουσ. Δαρδανία (ενν. γη)
η Τροία.