δασοφυτεία

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source

Greek Monolingual

η
φυτεία από πεύκα, βαλανιδιές ή άλλα δέντρα που θα εξελιχθεί σε δάσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + φυτεία. Η λ. μαρτυρείται το 1891 από τον Ν. Χλωρό στο περιοδικό Προμηθεύς.