ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
part. de δέδια, pf. de δείδω.
δεδιώς: эп. δειδιώς part. pf. к δείδω.