δεδράμηκα

From LSJ

Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück

Menander, Monostichoi, 255

Greek Monotonic

δεδράμηκα: παρακ. του τρέχω· επίσης δέδρομα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεδράμηκα indic. perf. van τρέχω.