αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
-ή, -ό (AM δελφικός, -ή, -όν) Δελφοί
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Δελφούς ή προέρχεται από αυτούς («το δελφικό τον ιερέα», «χρησμόν δελφικόν», «δελφικῷ ξίφει»)
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. η δελφική
ρωμαϊκό τραπέζι με τρία πόδια.