δεντρίζω

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source

Greek Monolingual

δενδρίζω) δένδρον
μοιάζω με δένδρο
νεοελλ.
(για τόπο) γεμίζω δένδρα, δασώνομαι.