ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
(Α δενδρίζω) δένδρονμοιάζω με δένδρονεοελλ.(για τόπο) γεμίζω δένδρα, δασώνομαι.