δερμικός
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
-ή, -ό
όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο δέρμα (α. «δερμικός ιστός» β. «δερμικοί σχηματισμοί» — το σύνολο τών οργάνων —τρίχες, λέπια, νύχια κ.λπ.— που παράγονται από το δέρμα).