δερμοτόμος

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source

Greek Monolingual

ο
συσκευή με την οποία αφαιρούνται λεπτά τεμάχια δέρματος για να χρησιμοποιηθούν ως μοσχεύματα σε εξελκώσεις ή εγκαύματα.