δημογράφος
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Greek Monolingual
ο
1. αυτός που ασχολείται με τη δημογραφία
2. αυτός που εργάζεται σε δημογραφική υπηρεσία.
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
ο
1. αυτός που ασχολείται με τη δημογραφία
2. αυτός που εργάζεται σε δημογραφική υπηρεσία.