δημογράφος
From LSJ
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
Greek Monolingual
ο
1. αυτός που ασχολείται με τη δημογραφία
2. αυτός που εργάζεται σε δημογραφική υπηρεσία.