δημογραφία

From LSJ

Greek Monolingual

η
στατιστική μελέτη του πληθυσμού (απογραφή, ποσοτική και ποιοτική σύνθεση, όριο ζωής, διαβίωση, μεταναστευτική κίνηση κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελλην. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. demographic). Η λ. μαρτυρείται από το 1855].