διαγουμάς

From LSJ

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source

Greek Monolingual

και διάγουμας, ο
η λεηλασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διαγουμίζω].