διαγουμίζω

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source

Greek Monolingual

και διαγουμάω και διαγουμώ
1. λεηλατώ, διαρπάζω, κουρσεύω
2. διασκορπίζω, σπαταλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι διαγουμίζω < (όψιμο μσν.) διαγουμίζω < αρχ. διακομίζω, ενώ κατ' άλλους από το γιάγμα < τουρκ. yağma «διαρπαγή» + ίζω. Για το τουρκ. yağma, εξάλλου, υπετέθη ότι προήλθε από ελλ. διαγωμίζω < διάγωμα < διάγω. Σύμφωνα τέλος με άλλη υπόθεση, το ρ. διαγουμίζω < διαγουμάς + -ίζω < τουρκ. yağma].